θυμός

θυμός
θῡμός (-ός, -ῷ, -όν, -έ.)
1 heart, spirit, as the seat of various emotions and faculties, pleasure:

οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται P. 2.74

φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.64

θυμῷ γελανεῖ P. 4.181

θυμὸν ἐκδόσθαι πρὸς ἥβαν P. 4.295

τίνι τῶν πάρος μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας I. 7.2

θυ]μὸν ἀνακριμνάντες (supp. Lobel) Πα. . . ]βαρβι[τί]ξαι θυμὸν (Philodemus: μῦθον Plut.) fr. 124d. endurance, bravery:

μαινομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν O. 8.6

θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασονP. 9.30

σύμπειρον ἀγωνίᾳ θυμὸν ἀμφέπειν N. 7.10

μαχατὰν θυμὸν N. 9.27

θυμὸν αἰχματὰν N. 9.37

τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων I. 4.46

θυμὸς δ' ἑπέσθω” (sc. καθάπερ καὶ τὸ σῶμα Σ.) I. 6.49 anger, grief; suffering:

καμόντες πολλὰ θυμῷ O. 2.8

ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον O. 6.37

ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει P. 1.84

θεῶν βασίλεα σπερχθεῖσα θυμῷ N. 1.40

τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν I. 8.5

affection:

πατρί τε θυμὸν ἰάναιεν O. 7.43

πατρὶ Σωγένης ἀταλὸν ἀμφέπων θυμὸν N. 7.92

fear:

κρυόεν πυκινῷ μάντευμα θυμῷ P. 4.73

κλέπτων δὲ θυμῷ δεῖμα P. 4.96

λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν N. 6.57

wisdom: ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων (Mingarelli: πάντα codd., fort. recte) N. 3.58

σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26

mercy: “εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσαςI. 6.43 generally:

ἐς γαῖαν πορεύεν θυμὸς ὥρμα νιν O. 3.25

ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν O. 3.38

κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.96

πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31

τὸν δ' αὖ οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.32

voc., in selfexhortation:

ἔπεχε νυν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ O. 2.89

θυμέ, τίνα πρὸς ἀλλοδαπὰν ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι; N. 3.26 χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ, σὺν ἁλικίᾳ fr. 123. 1. μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε, θυμέ, πρᾶξιν fr. 127. 4. frag. θυμῷ[ Πα. 13b. 15. ]θυμὸν δ[ fr. 60a. 2.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • θύμος — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • θυμός — ο οργή, ψυχική ταραχή που εκδηλώνεται με ξεσπάσματα βίαια: Τον έπιασε ο θυμός. – Τον τύφλωσε ο θυμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυμός — θῡμός , θυμός soul masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύμος — θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc sg θύμος Cretan thyme masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός. — πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός. См. Душа в пятки ушла …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • θύμοι — θύμος Cretan thyme masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГНЕВ — [греч. ορϒὴ, θυμός, лат. furor], 1. Г. Божий; 2. Страстная раздражительность, один из основных человеческих пороков. В НЗ и у св. отцов чаще встречается слово ορϒὴ (напр., сущ.: Мк 3. 5; Иак 1. 19; Кол 3. 8; 1 Тим 2. 8; Еф 4. 31; прил. ὀρϒίλον:… …   Православная энциклопедия

  • Concupiscence — La concupiscence est un terme qui désigne, dans la théologie chrétienne, le penchant à jouir des biens terrestres soit, de manière plus générale, le désir des plaisirs sensuels, assimilant la concupiscence au « foyer du péché »… …   Wikipédia en Français

  • Péché sexuel — Concupiscence La concupiscence est un terme qui désigne, dans la théologie chrétienne, le penchant à jouir des biens terrestres soit, de manière plus générale, le désir des plaisirs sensuels, assimilant la concupiscence au « foyer du… …   Wikipédia en Français

  • οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”